κολοκάσια

κολοκάσια
(Colocasia). Γένος μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των αροϊδών, που ευδοκιμεί σε ελώδη ή υγρά εδάφη των τροπικών περιοχών της Ασίας. Πρόκειται για κονδυλώδεις, φυλλοβόλες ή αειθαλείς, πολυετείς πόες, ύψους 80-90 εκ., με μεγάλα αντίθετα φύλλα. Από τα 6 είδη που περιλαμβάνει το γένος, τα κυριότερα είναι η κ. των αρχαίων και η κ. η εδώδιμη, φυτά γνωστά και με την ονομασία αφτιά του ελέφαντα. Οι κόνδυλοί τους έχουν μεγάλη περιεκτικότητα σε άμυλο και είναι βρώσιμοι. Στην Ανατολή αποτελεί βασική τροφή των κατοίκων και είναι γνωστό με την ονομασία τάρο. Οι κόνδυλοι, επίσης, μπορούν να μετατραπούν σε αλεύρι, το οποίο χρησιμεύει ως τροφή των νηπίων· τέλος, τα φύλλα της κ. τρώγονται ως λαχανικό. Η κ. καλλιεργείται ως διακοσμητικό και γεωργικό φυτό. Οι κολοκασίες κατάγονται από τις τροπικές χώρες· μερικές ποικιλίες καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά φυτά.
* * *
η (Α κολοκασία)
γένος αγγειόσπερμων μονοκοτυλήδονων φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια αροΐδες
αρχ.
ως κύριο όν. Κολοκασία
προσωνυμία τής Αθηνάς στη Σικυώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. κολοκάσιον*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κολοκασία — κολοκασίᾱ , κολοκασία the root of fem nom/voc/acc dual κολοκασίᾱ , κολοκασία the root of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοκάσια — κολοκάσιον the root of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοκασίας — κολοκασίᾱς , κολοκασία the root of fem acc pl κολοκασίᾱς , κολοκασία the root of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • colocasia — (del lat. «colocasĭa»; Colocasia esculenta) f. *Planta arácea, originaria de la India, de hojas grandes comestibles lo mismo que la raíz, que es feculenta. ≃ Haba de Egipto. * * * colocasia. (Del lat. colocasĭa, y este del gr. κολοκασία). f.… …   Enciclopedia Universal

  • CASA — Latinis tugurium et vestem, sicut Toga tectum et vestem itidem notat; ex Graeco ὁ κασῆς vel κασᾶς, tapes vel amphitapes. Hesych. κασᾶς, ἀμφιτάπης καὶ πιλωτὰ. Et Arcadius Gramm. Κασῆς τὸ πιλωτὸν ἑμάτιον περιςπᾶται. Pro chlamyde equestri etiam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • COLOCASIA — seu um, Graece Κολοκασία seu κολοκάσιον, quasi κολὸς κάσος seu κασῆς, i. e. parva lacerna, ob foliorum latitudinem, nomen est, multis herbis latifoliis commune, aro Aegyptio, Fabae Aegyptiae seu Ciborio, Loto et Nymphaeae: proprium vero… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CURCAS — nucleus Ciborii Aegyptii, de quo sic Garcias ab Orto, l. 2. c. 21. Nascitur in Malavar fructus quidam, magnitudine avellanae, cumsuo putamine, non tamen adeo rotundus: candidus est, gustu, quali sunt tuberae cocta: hunc Chiviquilenga vocant; id… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κιβούρι — το (ΑΜ κιβώριον, Μ και κιβούριον και κιβούριν) νεοελλ. μσν. τάφος, μνήμα 2. φέρετρο 3. ονομασία χορδόφωνου οργάνου μσν. 1. θολωτή στέγη, «ουρανός», κουβούκλιο πάνω από την αγία τράπεζα 2. θολωτό ταφικό μνημείο 3. σαρκοφάγος 4. κιβώτιο αρχ. 1. το… …   Dictionary of Greek

  • κολοκάσι(ο) — το (Α κολοκάσιον) το φυτό κολοκάσια. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • κολοκάτσι — το [κολοκάσι] 1. είδος λαχανικού 2. η κολοκάσια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”